- μπιντές
- οπληθ. -έδες (λ. γαλλ.), μικρή λεκάνη για το πλύσιμο των απόκρυφων μερών του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπιντές — ο χαμηλός νιπτήρας για το πλύσιμο τών ποδιών ή τών γεννητικών οργάνων τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bidet < αρχ. γαλλ. bider «τριποδίζω»] … Dictionary of Greek
πυγονιπτήρας — ο, Ν ο μπιντές, νιπτήρας για τον πρωκτό και τους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + νιπτήρας] … Dictionary of Greek
Χάκκας, Μάριος — (Μακρακώμη, Φθιώτιδας 1931 – Αθήνα 1972). Λογοτέχνης. Διώχτηκε για τις πολιτικές πεποιθήσεις του και φυλακίστηκε επί 4 χρόνια, γεγονός που τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του στην Πάντειο. Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και, για μικρό… … Dictionary of Greek